- πτηνοκράτωρ
- πτηνο-κράτωρ, ορος, ὁ, der Vogelkönig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πτηνοκράτωρ — ορος, ὁ, Μ αυτός που βασιλεύει στα πουλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτηνόν + κράτωρ (< κρατῶ, βλ. λ. αυτοκράτωρ), πρβλ. πλουτο κράτωρ] … Dictionary of Greek